μητερα

listen to the pronunciation of μητερα
Greek - English

Definition of μητερα in Greek English dictionary

μητέρα
mama, mother
μητέρα ζώου
dam
μητέρα τετραπόδου ζώου
dam
Είμαι με την μητέρα μου.
I am with my mother
μητέρα
mother

I am a single mother of four children. - Είμαι μια ανύπαντρη μητέρα τεσσάρων παιδιών.

My aunt is older than my mother. - Η θεία μου είναι μεγαλύτερη από τη μητέρα μου.

περιποιούμαι ως μητέρα
mother