μητερα

listen to the pronunciation of μητερα
Греческий Язык - Турецкий язык

Определение μητερα в Греческий Язык Турецкий язык словарь

μητέρα
(η) "mitera" anne, ana
μητέρα
annenin
μητέρα
anası
μητέρα
anne
μητέρα
anasının
μητέρα
anam
μητέρα
valide
Греческий Язык - Английский Язык

Определение μητερα в Греческий Язык Английский Язык словарь

μητέρα
mama, mother
μητέρα ζώου
dam
μητέρα τετραπόδου ζώου
dam
Είμαι με την μητέρα μου.
I am with my mother
μητέρα
mother

My mother cut the cake. - Η μητέρα μου έκοψε την τούρτα.

My aunt is older than my mother. - Η θεία μου είναι μεγαλύτερη από τη μητέρα μου.

περιποιούμαι ως μητέρα
mother