ερωτευμενος

listen to the pronunciation of ερωτευμενος
Греческий Язык - Турецкий язык

Определение ερωτευμενος в Греческий Язык Турецкий язык словарь

ερωτευμένος
erotevmenos" aşık, sevdalı, tutkun
ερωτευμένος
aşıksın
ερωτευμένος
sevdalı
Греческий Язык - Английский Язык

Определение ερωτευμενος в Греческий Язык Английский Язык словарь

ερωτευμένος
in love, enamored, enamoured [Brit.], wooing, amorous
ερωτευμένος
wooing
ερωτευμένος
ın love
ερωτευμένος
in love with

It's obvious that Tom is in love with Mary. - Είναι προφανές ότι ο Τομ είναι ερωτευμένος με τη Μαίρη.

I think I'm in love with her. - Νομίζω πως είμαι ερωτευμένος μαζί της.

ερωτευμένος
in love

He's head over heels in love. - Είναι ερωτευμένος μέχρι τα μπούνια.

I think I'm in love with her. - Νομίζω πως είμαι ερωτευμένος μαζί της.