ανοιγω

listen to the pronunciation of ανοιγω
Греческий Язык - Турецкий язык

Определение ανοιγω в Греческий Язык Турецкий язык словарь

ανοίγω
anigo" Απ.Μελ."Απ.Υπο. ανοίξω. Αόρ. άνοιξα. Προσ. άνοιξε-ανοίξτε açmak, açılmak. άνοιξε η γη και τον κατάπιε yer yarılıp içine girdi