εχω

listen to the pronunciation of εχω
Yunanca - Türkçe

εχω teriminin Yunanca Türkçe sözlükte anlamı

έχω
eho" Απ.Μελ."Απ.Υπο. έχω. Αόρ. είχα. Προσ. έχε-έχετε sahip olmak, malik olmak, (...)im var. ~ δίκιο hakkım var. τι έχεις; neyin var?
Έχω
zorum
Έχω
etime
Έχω
ölüm
Yunanca - İngilizce
eho
Environmental Health Officer
έχω
come up with, have, own, carry
έχω πίστη
trust
Έχω 500 δολάρια σε ταξιδιωτικές επιταγές.
I have 500 dollars in traveler's checks
Έχω άσθμα.
I have asthma
Έχω ένα έγκαυμα.
I have a burn
Έχω ένα διάστρεμμα.
I have a strain
Έχω ένα εξάνθημα.
I have a rash
Έχω ένα κάταγμα.
I have a fracture
Έχω ένα καλόγερο.
I have a boil
Έχω ένα κόψιμο.
I have a cut
Έχω ένα μώλωπα.
I have a bruise
Έχω ένα οίδημα.
I have a lump
Έχω ένα πρήξιμο.
I have a swelling
Έχω ένα πρόβλημα με το δωμάτιό μου.
I have a problem in my room
Έχω ήδη πληρώσει
i have already paid
Έχω αιμορροΐδες.
I have hemorrhoids
Έχω ανάγκη να δω έναν οδοντίατρο.
I need to see a dentist
Έχω ατονία.
I feel faint
Έχω βρογχίτιδα.
I have bronchitis
Έχω γρίπη.
I have the flu
Έχω διάρροια.
I have diarrhea
Έχω δυσκοιλιότητα.
I have constipation
Έχω εξαρθρώσει το χέρι μου.
I dislocated my arm
Έχω ζαλάδα.
I feel dizzy
Έχω κάνει θεραπεία στο παρελθόν για έλκος.
I have previously received treatment for an ulcer
Έχω κάνει κράτηση.
I have a reservation
Έχω κάτι στο μάτι μου.
I have something in my eye
Έχω κρύο.
I have the chills
Έχω κρύωμα.
I have a cold
Έχω μεταδοτική ασθένεια.
I have a contagious disease
Έχω μια αμυχή.
I have a graze
Έχω μια πληγή.
I have a wound
Έχω μια φουσκάλα.
I have a blister
Έχω μυκητίαση του ποδιού.
I've got a bad case of athlete's foot
Έχω μυωπία.
I'm nearsighted
Έχω μόνο είδη ατομικής χρήσης.
I only have articles for personal use
Έχω πέντε χειραποσκευές.
I have five carry on pieces
Έχω πνευμονία.
I have pneumonia
Έχω πονοκέφαλο.
I have a headache
Έχω πονοστόμαχο.
I have a stomach ache
Έχω πονόδοντο.
I have a toothache
Έχω πονόλαιμο.
I've got a sore throat
Έχω πρεσβυωπία.
I'm farsighted
Έχω πρόβλημα στην καρδιά.
I've got a heart problem
Έχω πυρετό.
I have a temperature., I have a fever
Έχω πόνο κοντά στην καρδιά.
I have a pain near my heart
Έχω πόνο στα πλευρά.
I have a pain in my side
Έχω πόνο στην πλάτη.
I have a pain in my back., I have a back pain
Έχω πόνο στο κεφάλι.
I have a pain in my head
Έχω πόνο στο πόδι.
I have a pain in my leg
Έχω πόνο στο στήθος.
I have a pain in my chest
Έχω πόνο στο στομάχι.
I have a pain in my stomach
Έχω πόνο στο χέρι.
I have a pain in my arm
Έχω πόνο στον λαιμό.
I have a pain in my throat
Έχω συχνούς πονοκεφάλους.
I get headaches often
Έχω τάση για εμετό.
I feel nauseous., I feel sick
Έχω τροφική δηλητηρίαση.
I have food poisoning
Έχω υψηλή αρτηριακή πίεση.
I have high blood pressure
Έχω χάσει βάρος.
I lost weight
Έχω χάσει πολύ αίμα.
I've lost a lot of blood
Έχω χαθεί.
I've lost my way., I'm lost
έχω έλειψη από
lack
έχω έλλειψη
want
έχω έμμηνα
menstruate
έχω έσοδα
gross
έχω ανάγκη
need
έχω απελπιστεί
despair
έχω αργίαν
vacation
έχω αρκετή φρόνηση
know better
έχω γεύση
smack
έχω δίκιο
be right
έχω δεί καλύτερες μέρες
have seen better days
έχω εμπιστοσύνη
confide in
έχω ενδοιασμούς
demur at
έχω επιθυμία για κάτι
itch
έχω επιτυχία
make a hit
έχω καθαρό κέρδος
net
έχω καθυστέρηση
be overdue
έχω μονοπώλιον
monopolize
έχω να δηλώσω
i have to declare
έχω να δηλώσω γιέν
i have to declare yen
έχω πείρα
know
έχω πεποίθηση
rely, trust
έχω περίοδο
menstruate
έχω πονόδοντο
have a toothache
έχω πυρετό
have a temperature
έχω πόνο στο στομάχι
have a stomach ache
έχω σπόρους
spore
έχω στενές σχέσεις
be in rapport
έχω σχέση
bear on
έχω σχολήν
vacation
έχω τάση πρός
trend
έχω τα μέσα
afford
έχω τα προσόντα
qualify
έχω την τάση
be apt to
έχω ως αποτέλεσμα
redound
έχω όγκο ή μέγεθος
bulk
Έχω
ı have
Έχω
i've
έχω
i have

I have an appointment with the doctor. - Έχω ραντεβού στο γιατρό.

I have a friend whose father is a teacher. - Έχω ένα φίλο του οποίου ο πατέρας είναι δάσκαλος.

Δεν έχω αποσκευές.
I don't have any baggage
Δεν έχω δει τίποτε.
I haven't seen anything
Δεν έχω πάρει ποτέ ναρκωτικά.
I've never used drugs
Δεν έχω τίποτε να δηλώσω.
I have nothing to declare
Δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να το αγοράσω.
I can't afford to buy this
Θα ήθελα να έχω ένα αναμνηστικό από την πόλη.
I would like to have a souvenir of the town
Θα ήθελα να το έχω σήμερα.
I'd like to have it today
Τις έχω ήδη κάνει αυτές τις εξετάσεις.
I've had that test done before
τα έχω τετρακόσια
have my head screwed on