γλωσσα

listen to the pronunciation of γλωσσα
Греческий Язык - Турецкий язык

Определение γλωσσα в Греческий Язык Турецкий язык словарь

γλώσσα
(η) "glosa" dil, lisan. dil balığı. βγάζω ~ küstahça konuşmak, dil uzatmak. μάζεψε τη ~ σου ağzını topla. μητρική ~ anadili
γλώσσα
lisan
γλώσσα
dilden
γλώσσα
dilde
γλώσσα
dilini
γλώσσα
dili

Ana dilim Fransızcadır. - Η μητρική μου γλώσσα είναι τα Γαλλικά.

παρεφθαρμένη γλώσσα
argo
Греческий Язык - Английский Язык

Определение γλωσσα в Греческий Язык Английский Язык словарь

γλώσσα
language, plaice, tongue
γλώσσα βάσης δεδομένων
database language
γλώσσα βραστή
boiled tongue
γλώσσα ινδουστάνικη
Hindustani
γλώσσα κωδώνος
clapper
γλώσσα κωφαλαλών
sign language
γλώσσα μηχανής
machine language
γλώσσα υπολογιστή
computer language
γλώσσα ψάρι
sole
γλώσσα
tounge
Δεν μιλώ τη γλώσσα σας.
I do not speak your language
έχων γλώσσα
tongued
ακατάληπτη γλώσσα
jargon
ανάμικτη γλώσσα
jargon
ασυνάρτητος γλώσσα
gobbledygook
γαλλική γλώσσα
French
γλώσσα
tongue

Italian is my mother tongue. - Τα Ιταλικά είναι η μητρική μου γλώσσα.

My mother tongue is Hungarian. - Η μητρική μου γλώσσα είναι τα Ουγγρικά.

γλώσσα
language

He's very much interested in the Japanese language. - Αυτός ενδιαφέρεται πολύ για την ιαπωνική γλώσσα.

I like the Occitan language. - Μ' αρέσει η οξιτανική γλώσσα.

ιδιωματική γλώσσα
vernacular
ιχθυκή γλώσσα
sole
κοινή γλώσσα
lingua franca
λαϊκή γλώσσα
slang, vernacular
μητρική γλώσσα
mother tongue, native language
νορβηγική γλώσσα
Norse
παρεφθαρμένη γλώσσα
argot
συγγραφική γλώσσα
authoring language
συμβολική γλώσσα
assembly language
φαρμακερή γλώσσα
evil tongue
φυσική γλώσσα
natural language
χυδαία γλώσσα
cant
χωρίς γλώσσα
tongueless